εκστερούμαι

εκστερούμαι
ἐκστεροῡμαι (-έομαι) (Μ)
επιτ. τού στερούμαι, στερίσκομαι («ἐξεστερήθησαν νίκης καλλίστης», Γ. Κεδρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”